- κορνάρισμα
- το [κορνάρω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κορνάρω, το σφύριγμα με την κόρνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορνάρισμα — το, ατος σάλπισμα των αυτοκινήτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακορνάριστος — η, ο [κορνάρω] αυτός που δεν κορνάρισε, που δεν προειδοποίησε με κορνάρισμα … Dictionary of Greek
μπαλαντζάρισμα — και παλαντσάρισμα, το αστάθεια, διακύμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλαντζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρω: κορνάρισμα] … Dictionary of Greek